- ενάρμοση
- η (AM ἐνάρμοσις)εφαρμογή, προσαρμογή, συμμόρφωσηνεοελλ.μελωδική σύνθεση, εναρμόνισηαρχ.εύρυθμη σύνθεση, εναρμογή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐναρμόσῃ — ἐναρμόσηι , ἐνάρμοσις fitting in fem dat sg (epic) ἐναρμόζω fit aor subj mid 2nd sg ἐναρμόζω fit aor subj act 3rd sg ἐναρμόζω fit fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναρμόσηι — ἐνάρμοσις fitting in fem dat sg (epic) ἐναρμόσῃ , ἐναρμόζω fit aor subj mid 2nd sg ἐναρμόσῃ , ἐναρμόζω fit aor subj act 3rd sg ἐναρμόσῃ , ἐναρμόζω fit fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)